Η νεαρή μητέρα έκανε το πρώτο της βήμα στον δρόμο της Ζωής. «Είναι μακρύς ο δρόμος;» ρώτησε. Και ο Οδηγός της είπε, «Ναι, και ο δρόμος είναι σκληρός. Και θα γεράσεις μέχρι να φτάσεις στο τέλος του. Αλλά το τέλος θα είναι καλύτερο από την αρχή.»
Αλλά η νεαρή μητέρα ήταν χαρούμενη και δεν πίστευε ότι θα υπήρχε κάτι καλύτερο από εκείνα τα χρόνια. Γι’ αυτό έπαιζε με τα παιδιά της, και τους μάζευε λουλούδια στον δρόμο, και κολυμπούσε μαζί τους στα ρυάκια, και ο ήλιος έλαμπε πάνω τους, και η ζωή ήταν ωραία, και η νεαρή μητέρα αναφωνούσε, «Τίποτα δεν πρόκειται να είναι πιο ωραίο από αυτό.»
Μετά ήρθε καταιγίδα και νύχτωσε, και το μονοπάτι ήταν σκοτεινό, και τα παιδιά έτρεμαν από τον φόβο και το κρύο, και η μητέρα τα πήρε κοντά της και τα σκέπασε με την κάπα της. Και τα παιδιά είπαν, «Μαμά, δεν φοβόμαστε, επειδή είσαι κοντά μας και κανένα κακό δεν μπορεί να μας συμβεί.» Και η μητέρα είπε, «Αυτή η μέρα είναι καλύτερη και από την πιο φωτεινή, επειδή δίδαξα στα παιδιά μου το θάρρος.»
Και ήρθε το πρωί και μπροστά τους βρέθηκε ένα ύψωμα, και τα παιδιά ανέβηκαν και κουράστηκαν. Και η μητέρα κουράστηκε, αλλά συνέχεια έλεγε στα παιδιά της, «Κάντε λίγη υπομονή και φτάνουμε.» Έτσι τα παιδιά ανέβηκαν και, όταν έφτασαν στην κορυφή, είπαν «Δεν θα τα καταφέρναμε χωρίς εσένα, Μαμά.» Και η μητέρα, όταν ξάπλωσε εκείνη τη νύχτα, κοίταξε ψηλά τ’ αστέρια και είπε, «Αυτή η μέρα είναι καλύτερη από την προηγούμενη, επειδή τα παιδιά μου έμαθαν να αντιμετωπίζουν τα εμπόδια με καρτερία. Χθες τους έδωσα θάρρος. Σήμερα τους έδωσα δύναμη.»
Και την επόμενη ημέρα ήρθαν αλλόκοτα σύννεφα που σκοτείνιασαν τη γη — σύννεφα του πολέμου και του μίσους και του κακού, και τα παιδιά βάδιζαν ψηλαφητά και σκόνταφταν. Και η μητέρα είπε, «Κοιτάξτε ψηλά! Σηκώστε τα μάτια σας στο φως.» Και τα παιδιά κοίταξαν και είδαν πάνω από τα σύννεφα μια Αιώνια Δόξα, που τους οδήγησε πέρα από το σκότος. Και εκείνη τη νύχτα η μητέρα είπε, «Αυτή ήταν η καλύτερη ημέρα απ’ όλες, επειδή έδειξα στα παιδιά μου τον Θεό.»
Και περνούσαν οι μέρες και οι μήνες και τα χρόνια, και η μητέρα γέρασε και μίκρυνε και καμπούριασε. Αλλά τα παιδιά της ήταν δυνατά και ψηλά και περπατούσαν με θάρρος. Και όταν ο δρόμος ήταν δύσκολος, βοηθούσαν τη μητέρα τους· και όταν ο δρόμος ήταν τραχύς, τη σήκωναν στα χέρια, καθώς ήταν ελαφριά σαν φτερό· και, τελικά, έφτασαν σε ένα ύψωμα και πίσω από το ύψωμα μπορούσαν να δουν έναν φωτεινό δρόμο και χρυσές πύλες που έστεκαν ορθάνοιχτες. Και η μητέρα είπε, «Έφτασα στο τέλος του ταξιδιού μου. Και τώρα ξέρω ότι το τέλος είναι καλύτερο από την αρχή, επειδή τα παιδιά μου μπορούν να πορεύονται μόνα τους, με τα παιδιά τους να τα ακολουθούν.»
Και τα παιδιά είπαν, «Θα περπατάς πάντα πλάι μας μαμά, ακόμη κι αφού περάσεις τις πύλες.»
Και στάθηκαν και την κοιτούσαν καθώς συνέχισε μόνη της, και οι πύλες έκλεισαν πίσω της. Και είπαν, «Δεν μπορούμε να τη δούμε, αλλά είναι μαζί μας. Μια μητέρα σαν τη δική μας είναι κάτι περισσότερο από μια ανάμνηση. Είναι μια ζωντανή παρουσία.»