Η Μαμά πέθανε τον Μάρτιο του 2005, πράγμα που μου φάνηκε εκείνη την εποχή σαν μια αλληλουχία γεγονότων – σε μία εβδομάδα τρεις συνεχόμενοι θάνατοι: η Μαμά, ο Πάπας Ιωάννης Παύλος ο δεύτερος και η Terri Schiavo. Μπορεί να ήταν ένα κίνητρο για προβληματισμό ή ίσως κάτι θεόσταλτο.
Το τέλος της Μαμάς, όπως και της Terri Schiavo, ήρθε σε ένα ανθρώπινο μέρος, ένα θεραπευτήριο. Αλλά ενώ η Terri πέθανε μπλεγμένη στον μοντερνισμό –την ιατρική τεχνολογία και τα γρανάζια των δικαστηρίων και της νομοθεσίας– η Μαμά διάλεξε ένα θεραπευτήριο ακριβώς για να αποφύγει αυτόν τον μοντερνισμό.
Ο Πάπας, παρά το γεγονός ότι ήταν ο εκπρόσωπος μιας αρχαίας πίστης, είχε κάνει περισσότερα από οποιονδήποτε άλλον στη σύγχρονη εποχή για να τονίσει το καθήκον σεβασμού της ζωής στο πλαίσιο της σύγχρονης επιστήμης.
Το ίδιο ίσχυε και με τη Μαμά –που τελικά αποτέλεσε κι αυτή αντικείμενο της σύγχρονης επιστήμης– έναν άνθρωπο που έδωσε δύναμη στις ζωές μας μέσω της αγάπης και του σεβασμού για τη ζωή, μια μεγαλόπρεπη παρουσία, με έντονη επιθυμία να ζει και να απολαμβάνει, τόσο εκείνη όσο και οι γύρω της.
Προερχόμενη από μια οικογένεια με αυστηρούς αλλά συμπονετικούς γονείς (και έξι αδέρφια), η Μαμά μεγάλωσε και έγινε μια όμορφη γυναίκα, τόσο εμφανισιακά όσο και ψυχικά. Είναι γεγονός ότι, ψάχνοντας στα κουτιά με τις παλιές φωτογραφίες, όταν βρήκα αυτές που ήταν νέα, αμέσως σκέφτηκα «πω πω, η Μαμά ήταν κούκλα!». Ήταν πολύ δημοφιλής και άκρως περιζήτητη τότε, κάτι που επιβεβαίωσα αρκετά χρόνια πριν μέσω μιας από τις αδελφές της.
Σαν παιδιά την ξέραμε ως μητέρα «χωρίς δικαιολογίες»: οτιδήποτε ζητούσαμε, οτιδήποτε επιθυμούσαμε, το έκανε –χωρίς να μας αρνείται τίποτα– ή τουλάχιστον έκανε κάθε δυνατή προσπάθεια για να το πετύχει. Δεν επέτρεπε καμία «δικαιολογία» στον εαυτό της. Αχ, πόσο μετανιώνουμε για όλες αυτές τις φορές που σαν παιδιά αποτυγχάναμε να φτάσουμε το μεγαλείο της, όταν βρίσκαμε «δικαιολογίες» για να μην κάνουμε πολλά από τα απλά πράγματα που μας ζητούσε. Αλλά επειδή δεν ήθελε να μας «ενοχλήσει», δεν έλεγε τίποτα για αυτά.
Δεν είχε καμία σημασία για εκείνη: μας αγαπούσε. Τα παιδιά της έρχονταν πάντα πρώτα. Οι θυσίες της ήταν συνεχείς και μνημειώδεις. Αλλά συχνά υπήρχαν και μικρές θυσίες: ποτέ δεν πήρε το τελευταίο σοκολατάκι από το κουτί ή την τελευταία φράουλα από το μπολ. Αυτός ήταν ο τρόπος της!
Κάθε βράδυ περνούσε χρόνο μαζί μας, ελέγχοντας τα μαθήματά μας και συζητώντας για τη μέρα μας στο σχολείο. Είχε αφιερωθεί στην επιτυχία μας και εργαζόταν μαζί μας για να αναπτύξει ένα όραμα και ένα σχέδιο για το μέλλον μας.
Πήρα το πτυχίο μου στη νομική και μετά από χρόνια αγώνων, θυσίες και λίγη χαμένη νιότη, πήγα επιτέλους να δουλέψω σε μια πετυχημένη εταιρία στην Ευρώπη, ενώ συνέχισα τις ακαδημαϊκές μου σπουδές … αν και ήμουν πλέον ένας «ώριμος ενήλικας» … στους τομείς της νευροεπιστήμης και της τεχνητής νοημοσύνης.
Η Μαμά ήταν μια καλή σύζυγος, αλλά ήταν δυστυχώς άτυχη ώστε να παντρευτεί έναν άνδρα που ψυχικά την κακοποιούσε και τη βασάνιζε, ο οποίος δεν είχε χώρο και χρόνο για τίποτα άλλο εκτός από τον εαυτό του. Αλλά εκείνη το άντεξε και είχε αστείρευτες αντοχές για σκληρή δουλειά και για την αντιμετώπιση κάθε αντιξοότητας. Κι αυτό επειδή ζούσε και δούλευε για τα παιδιά της, στέλνοντάς μας στα καλύτερα κολλέγια και καλλιεργώντας μέσα μας την αγάπη για τα ταξίδια και το διάβασμα – μια αγάπη που παραμένει μέχρι σήμερα. Κατάφερε να κάνουμε ένα ταξίδι μέσα στις Η.Π.Α. και τρία στην Ευρώπη. Εγώ σήμερα ζω στην Ευρώπη.
Αλλά το δώρο της ήταν το διάβασμα, η αγάπη για το διάβασμα. Με έκανε αναγνώστη για όλη μου τη ζωή, μου έμαθε να απολαμβάνω ένα καλό βιβλίο (πάντα μου έδινε ένα βιβλίο στα γενέθλιά μου, τα Χριστούγεννα ή ακόμη και κάποια άσχετη στιγμή μέσα στο χρόνο) και έτσι το διάβασμα έγινε ένα από τα πιο αγαπημένα μου πράγματα στον κόσμο.
Α, και οι επισκέψεις στη βιβλιοθήκη. Ένα Σάββατο κάθε μήνα μάς πήγαινε στην τοπική δημόσια βιβλιοθήκη, επιτρέποντάς μας να φορτωθούμε με βιβλία για έναν μήνα. Τριγύριζα ανάμεσα στα ράφια και κατέβαζα όποιο βιβλίο άγγιζαν τα δάχτυλά μου. Και το ξεφύλλιζα ή το διάβαζα, ορισμένες φορές καταλαβαίνοντας μόνο μερικές λέξεις, αλλά βυθιζόμουν στην πλοκή του. Επηρεαζόμαστε όλοι εύκολα στα νεανικά μας χρόνια, ανυπόμονοι να γνωρίσουμε τα θαύματα του κόσμου, χωρίς να συνειδητοποιούμε ίσως τον τρόπο με τον οποίο το διάβασμα εμπλούτιζε το λεξιλόγιό μας.
Η μητέρα μου μού έδειξε πως το διάβασμα μπορεί να είναι χαρά, μια στιγμή ηρεμίας, μια περιπέτεια, μια εξερεύνηση ή απλά η απόλαυση μιας καλής ιστορίας. Αν μάθεις να αγαπάς το διάβασμα, όπως εγώ και πολλοί άλλοι, δεν πρόκειται απλά για μια συνήθεια, αλλά κάτι που το περιμένεις όλη τη μέρα. Μου αρέσει να χάνομαι στον κόσμο ενός βιβλίου, να γίνομαι φίλος με έναν ήρωα, να κάθομαι στην ησυχία νωρίς τα πρωινά ή αργά τις νύχτες, βυθισμένος στην απόλαυση ενός επιστημονικού βιβλίου, ενός βιβλίου τέχνης ή οποιουδήποτε βιβλίου που σε βάζει σε σκέψεις. Εκείνη το κατάφερε αυτό. Πάντα θα θυμάμαι το αγαπημένο της απόσπασμα από τον Jorge Luis Borges: «Πάντα φανταζόμουν ότι ο Παράδεισος θα έμοιαζε με βιβλιοθήκη». Και σήμερα, μαζί με τη γυναίκα μου, έχουμε πάνω από 5.000 βιβλία στη βιβλιοθήκη μας, πολλά από τα οποία τα έχουμε διαβάσει πολλές φορές.
Επίσης έγραψε και εικονογράφησε παιδικά βιβλία, και έφτιαξε ιστορίες, αλλά για ένα πολύ μικρό και συγκεκριμένο κοινό: τα δύο εγγόνια της. Ιστορίες για δύο μικρά αγόρια, τον Shaun και τον Justin («όπως εμείς Γιαγιά!») που συχνά χάνονταν στα δάση και τα βοηθούσαν πουλιά με ονόματα Βοηθούλης και Πεταχτούλης, καθώς και ο κύριος Σκίουρος ή η κυρία Κουνέλα. Όταν τα βρήκαμε ανάμεσα στα πράγματά της γελάσαμε πολύ.
Και τα ταξίδια. Ήξερε ότι μπορούν να σε κάνουν περισσότερο κοινωνικό, ενημερωμένο, διαισθητικό και προσαρμοστικό, καλύτερο συζητητή και με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση. Η περιπλάνηση σε άγνωστες πόλεις, το να μαθαίνεις να προσαρμόζεις τα σχέδιά σου όταν αλλάζουν οι καταστάσεις, να γίνεσαι πιο περιπετειώδης.
Αγαπούσε την οικογένειά της και κρατούσε πάντα επαφή με τις αδελφές και τον αδελφό της, με συχνές επισκέψεις. Έχουμε καταπληκτικές αναμνήσεις ως παιδιά αλλά και ως νεαροί ενήλικες (με εξαιρετικές φωτογραφίες) από Χριστουγεννιάτικες διακοπές και οικογενειακές συγκεντρώσεις με τη θεία Bess και τον θείο Tony στο Brockton, τη θεία Helen στο Long Island και τη θεία Christine στη Philadelphia. Αυτή η σύνδεση, η επαφή της, ήταν γνωστή σε όλους όσους ήξεραν τη Μαμά: απλά ήθελε να είναι με την οικογένειά της.
Είχε τεράστιο απόθεμα κοινής λογικής και συνετών συμβουλών, όλες ισορροπημένες με αγάπη. Και συχνά ταξίδευε από το σπίτι της στο Connecticut για να δει τα εγγόνια της στη Νέα Υόρκη: να τα προσέξει, να τα διασκεδάσει, να τα μοιραστεί, να τα μαγέψει.
Ακόμη αγαπούσε τη θάλασσα, αγαπούσε το Cape Cod στην Ανατολική Ακτή του Massachusetts, όχι μακριά από το μέρος που μεγάλωσε. Παρόλο που τα καλοκαίρια τριγυρνάγαμε οικογενειακώς σε όλες τις Η.Π.Α., πάντα είχαμε χρόνο για δύο εβδομάδες διακοπών στο Cape. Ως γιαγιά, συχνά συνόδευε την αδελφή μου και την οικογένειά της στις καλοκαιρινές διακοπές τους στο Rhode Island, καμαρώνοντας τα εγγόνια της στην παραλία. Οι φωτογραφίες που έχουμε από αυτές τις στιγμές είναι ίσως οι καλύτερές της. Αυτό μάλλον με οδήγησε να λατρέψω τον χρόνο που πέρασα στο νησί της Μήλου στην Ελλάδα.
Όταν συνταξιοδοτήθηκε, έγινε εθελόντρια στο τοπικό νοσοκομείο. Το λάτρεψε. Τη βγάλαμε φωτογραφία με την καινούργια της μπλε στολή εθελόντριας και ήταν τόσο περήφανη. Μπορούσες να το δεις στο πρόσωπό της. Και πάντα ήθελε να είναι στις παιδικές πτέρυγες ή να φροντίζει τα νεογέννητα.
Υπέφερε από έναν παρακμιακό καρδιακό μυϊκό ιστό, που την έκανε αδύναμη τα τελευταία χρόνια της ζωής της και ήταν ο καταλύτης για το θάνατό της. Δεν καταλάβαμε πόσο άρρωστη ήταν η Μαμά τα τελευταία της χρόνια. Η ζωή της είχε γίνει δύσκολη. Αναγκάστηκε να μετακομίσει από τη Νέα Υόρκη στο Rhode Island (τραυματικό για μια γυναίκα στην ηλικία της) ώστε να είναι κοντά στην αδελφή μου και στα εγγόνια της, και είχε αυξανόμενα προβλήματα υγείας. Δεν της άρεσε που είχε φτάσει σε αυτό το στάδιο της ζωής της και έμοιαζε σαν να ήθελε να κάνει τις ζωές όλων μας δύσκολες: παραπονιόταν, έκρινε, γκρίνιαζε. Αλλά ήταν ένας πολύπλοκος συνδυασμός σωματικών και ψυχολογικών προβλημάτων.
Έκανε μια εγχείρηση στην καρδιά και υπήρξαν διάφορες επιπλοκές λόγω της μετεγχειρητικής θεραπείας της. Εγώ βάλθηκα να μάθω τα πάντα για τις καρδιακές παθήσεις, την αιματολογία, τη ρευματολογία κ.λπ. Ήθελα να καταλάβω τη δουλειά των γιατρών που την παρακολουθούσαν και τι σήμαινε η θεραπεία της για αυτούς, τόσο ανθρώπινα όσο και επιστημονικά. Τι πιθανότητες υπήρχαν πραγματικά η ελπίδα για επιβίωση ενός ασθενή (ή της οικογένειας) να μετατραπεί στην πραγματικότητα της ανάρρωσης; Άρχισα να καταλαβαίνω ότι η απόκριση των γιατρών ξεχωριστά σε κάθε ασθενή για την προοπτική του και την προοπτική της οικογένειάς του –συνέχισε να αγωνίζεσαι για τη ζωή ακόμη κι αν οι πιθανότητες επιβίωσης είναι ελάχιστες ή αποδέξου το και προσπάθησε να κάνεις ότι καλύτερο μπορείς στον χρόνο που απομένει;– μπορεί να θεωρηθεί εξίσου σημαντική ευθύνη όσο η επιστημονική πρόκληση για τη θεραπεία της ασθένειας. Είναι ταυτόχρονα τέχνη και επιστήμη.
Υπάρχουν αυτοί που μπορούν να συμφιλιωθούν με τον θάνατο και αυτοί που δεν μπορούν. Όλο και περισσότερο σκέφτομαι ότι αυτός είναι ένας από τους πιο σημαντικούς τρόπους κατηγοριοποίησης των ανθρώπων. Μετά από όλες αυτές τις ώρες που πέρασα σε γραφεία γιατρών, αίθουσες αναμονής νοσοκομείων, καφετέριες και δωμάτια οικογένειας, η αίσθησή μου είναι ότι οι συγγενείς των σοβαρά ασθενών χωρίζονται με αυτόν ακριβώς τον τρόπο.
Ήθελα οι γιατροί της να κάνουν οτιδήποτε δυνατό, όσο μικρές πιθανότητες επιτυχίας κι αν είχε, ώστε να σώσουν ή να επιμηκύνουν τη ζωή της. Αλλά η πίεσή της και τα ζωτικά της σημεία συνέχισαν να μειώνονται σταθερά, μπαίνοντας σε μια επικίνδυνη ζώνη, και ο σφυγμός της γίνονταν όλο και πιο αδύναμος και το επίπεδο του οξυγόνου στο αίμα της έπεφτε. Και έτσι φτάσαμε σε ένα σημείο που οι γιατροί ονόμαζαν «ιατρικώς άσκοπο» και ξεκινήσαμε τις διαδικασίες για το θεραπευτήριο.
Αλλά η Μαμά ίσως είχε φτάσει σε αυτό το σημείο πολύ πριν από εμάς. Δεν ήταν ότι είχε απορρίψει το Θεό, αλλά είχε κουραστεί τόσο τον τελευταίο χρόνο, τους τελευταίους μήνες, που θα μπορούσαμε να πούμε ότι έφτασε σε «εκείνο το σημείο» όπου ένιωσε ότι η ζωή έχασε τη σημασία που είχε παλιότερα και σκεφτήκαμε ότι απλά αποδέχθηκε μια ανάγκη, μια επιθυμία «να διώξει από μέσα της το φάντασμα» – ήταν όμως σίγουρη ότι η οικογένειά της την αγαπούσε. Υπάρχει μια νουβέλα του Leo Tolstoy που λέγεται «Ο θάνατος του Ivan Ilyich», στην οποία καθώς ο πρωταγωνιστής πεθαίνει αργά, βασανιστικά αργά, κάνοντας την οικογένειά του να υποφέρει, αντιλαμβάνεται ότι η οικογένειά του πραγματικά τον αγαπάει. Και τότε καταλαβαίνει τι χρωστάει στην οικογένειά του: έναν «καλό θάνατο». Και αυτό ήταν που μας έδωσε η Μαμά, φεύγοντας μακριά αργά, πεθαίνοντας ήσυχα, αλλά ευτυχισμένα – ένας καλός θάνατος για εκείνη και για εμάς. Δεν είχαμε καμία ενοχή για ότι κάναμε, ή αποτύχαμε να κάνουμε, για να την κρατήσουμε μαζί μας.
Αλλά όσο πλησίαζε ο θάνατός της, όσο γινόταν και πιο εύθραυστη από τις κακουχίες του ανήμπορου κορμιού της, καταλάβαμε ότι όσο ζούσε, αυτό που την έκανε να προχωράει μπροστά ήταν η απίστευτη δύναμη του πνεύματός της, της ψυχής της. Πραγματικά κολυμπούσε στη θάλασσα της ζωής. Και ένα μεγάλο μέρος της δύναμής της προερχόταν από τα παιδιά και τα εγγόνια της και για αυτό θα είμαστε για πάντα ευγνώμονες.
Και έτσι θυμήθηκα την μπρούτζινη πλάκα που είχε στον τοίχο της κουζίνας της και έλεγε «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη χαρά από το να σερβίρεις* αυτούς που αγαπάς». Η πλάκα αυτή τώρα κρέμεται στον τοίχο της δικής μου κουζίνας. Ο Θεός δεν μας έδωσε απλά μια Μητέρα, ο Θεός μάς έδωσε το καλύτερό του.